ταυρεόμορφος

ταυρεόμορφος
-ον, Α
βλ. ταυρόμορφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταυρεόμορφε — ταυρεόμορφος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

  • ταυρόμορφος — Γιος του Δία και της Περσεφόνης. Ο Δίας παρουσιάστηκε στην Περσεφόνη με τη μορφή δράκου και κατόρθωσε να την κατακτήσει. Ο Τ. ταυτιζόταν με τον Διόνυσο Ζαγρέα. Εικονίζεται συχνά με κέρατα ή με τη μορφή ταύρου. * * * η, ο / ταυρόμορφος, ον, ΝΑ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”